-
1 ακριβεια
(ρῑ) ἥ1) точный смысл(τῶν λεχθέντων Thuc.)
2) строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность(λόγων Plat.)
τέν ἀκρίβειαν Lys., δι΄ ἀκριβείας, εἰς (τέν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τέν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ΄ ἀκριβείας Isocr. — точно, тщательно, основательно3) полная исправность, безукоризненность(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.)
4) тж. pl. мелочность, педантизм(τῶν νόμων Isocr., Polyb.)
5) расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.)6) недостаток, нехватка(ὕδωρ δι΄ ἀκριβείας ἐστί τινι Plat.)
7) рвение, усердие(εἴς τι Xen.)
-
2 δυσχεραινω
(fut. δυσχερανῶ)1) быть недовольным, не любить, чувствовать раздражение или отвращение, возмущаться, не переносить, бояться(τι Isocr., Plat., Dem., Plut. и τινά Arst., τινί Arst., Dem., ἐπί τινι Isocr., Polyb., τινός и περί τι Plat., κατά τινος Luc. и πρός τι Plut.)
δυσχειρανόμενος ὑπό τινος Plut. — ненавистный кому-л.;ἄ πάντα καθορῶν ἐδυσχέρανα Plat. — все, что я видел, вызывало во мне досаду;πάσας δ. τὰς οἰκήσεις Isocr. — везде чувствовать себя плохо;δυσχεραίνει τῶν λεχθέντων Plat. — ему не нравятся эти слова;τὸν θάνατον δ. Arst. — бояться смерти2) отвергать, отклонять(θεούς Plat.; ταῦτα Aeschin.)
3) привередничать, придираться(ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
4) причинять досаду, доставлять неприятности(ῥήματα δυσχεράναντα Soph.)
-
3 ξυμπας
σύμπᾱσα, σύμπᾰν весь целиком, в совокупности(στρατός Soph.; πόλις Plat.; ὁδός Xen.)
αἰῶνα τὸν ξύμπαντα Eur. — в течение всей жизни;πέντ΄ ἦσαν οἱ ξύμπαντες Soph. — всех их было пятеро;ἥ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων Thuc. — главное содержание сказанного - см. тж. σύμπαν, σύμπαντα и σύμπασα -
4 συμπας
σύμπᾱσα, σύμπᾰν весь целиком, в совокупности(στρατός Soph.; πόλις Plat.; ὁδός Xen.)
αἰῶνα τὸν ξύμπαντα Eur. — в течение всей жизни;πέντ΄ ἦσαν οἱ ξύμπαντες Soph. — всех их было пятеро;ἥ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων Thuc. — главное содержание сказанного - см. тж. σύμπαν, σύμπαντα и σύμπασα -
5 προκύπτω
(αόρ. προέκυψα) αμετ.1) вытекать, выходить, получаться, следовать;προκύπτει — напрашивается вывод;
εκ των λεχθέντων προκύπτει ότι... — из сказанного следует, что...;
απ' εδώ δεν προκύπτει ότι... — из этого совсем не следует, что...;
2) возникать, появляться;προέκυψε η ανάγκη возникла необходимость; 3) уст. высовываться, выглядывать (из окна и т. п.); § προέκυψε κέρδος это дало прибыль; προέκυψε ζημία это принесло убытки -
6 εναντιωσις
- εως ἥ1) противодействие, сопротивление(τὸ κῦμα δι΄ ἐναντίωσιν ἐγίγνετο πνευμάτων Arst.)
2) противоречие(τοῦ λεχθέντος Plat.; λύειν τὰς ἀπορίας καὴ τὰς ἐναντιώσεις Arst.)
ἥ ἐ. τῶν ὑπό τινος λεχθέντων Thuc. чьё-л. — возражение3) противоположность4) разногласие, спор(ἐ. παλαιά Plat.)
См. также в других словарях:
Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( … Deutsch Wikipedia
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
παλιλλογία — η (ΑΜ παλιλλογία) [παλιλλογώ] νεοελλ. η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία μσν. αρχ. άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση αρχ. ανακεφαλαίωση … Dictionary of Greek
ευμνημόνευτος — η, ο (Α εὐμνημόνευτος, ον) αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τόν θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.) αρχ. πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).… … Dictionary of Greek
υπαναχώρηση — η / ὑπαναχώρησις, ήσεως, ΝΑ [υπαναχωρώ] η βαθμιαία ή η κρυφή υποχώρηση νεοελλ. 1. αναίρεση τών λεχθέντων, αποκήρυξη δοξασιών ή γνωμών τις οποίες υποστήριζε κάποιος 2. αθέτηση συμφωνίας 3. (νομ.) κατάσταση κατά την οποία μια απόπειρα μένει… … Dictionary of Greek